- πεντάδραχμο(ν)
- το монета в пять драхм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάδραχμο — το κέρμα των πέντε δραχμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… … Dictionary of Greek
πεντόφραγκο — το 1. νόμισμα αξίας πέντε φράγκων 2. πεντάδραχμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο (βλ. πεντα ) + φράγκο (πρβλ. δί φραγκο)] … Dictionary of Greek
τάληρο — Ασημένιο νόμισμα. Κόπηκε για πρώτη φορά στο Ιοάχιμσταλ (σημερινό Γιαχίμοφ) της Τσεχοσλοβακίας. Μερικά χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως νομισματική μονάδα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας, των… … Dictionary of Greek
τρίχρυσον — τὸ, Α χρυσό πεντάδραχμο αξίας 60 δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρυσός «χρυσό νόμισμα» (πρβλ. δί χρυσον)] … Dictionary of Greek
τάλιρο — το (λ. γερμ.), νόμισμα πέντε μονάδων, π.χ. πεντάφραγκο, πεντάδραχμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)